Greek Meaning of aligning

στοίχιση

Other Greek words related to στοίχιση

Definitions and Meaning of aligning in English

Wordnet

aligning (s)

causing to fall into line or into position

FAQs About the word aligning

στοίχιση

causing to fall into line or into position

Στοίχιση,στοίχιση,διευθέτηση,Συνέχεια,σχεδιασμός,διάθεση,διανομή,διάταξη,στέκομαι στην ουρά,Προσανατολισμός

Σύγχυση,διαταραχή,αποδιοργάνωση,διατάραξη,αναστατωμένος,αποσύνδεση,ασυνέπεια

aligned => ευθυγραμμισμένος, align => ευθυγραμμίζω, alighting => αποβίβαση, alighted => αποβιβάστηκε, alight => alight,