Greek Meaning of align
ευθυγραμμίζω
Other Greek words related to ευθυγραμμίζω
- συμφωνώ
- Αντιστοιχεί.
- φιλοξενώ
- συμφωνία
- προσαρμόζω
- τακτοποιώ
- Πίνακας
- συντονίζω
- ισορροπία
- έλεγχος
- συμπίπτειν
- συνδυάζω
- θύρα
- Συμμορφώνω
- συνδέω
- Συντονίζω
- συσχετίζειν
- ισοσταθμίζω
- ακόμα
- κατάλληλο
- πηγαίνω
- Εναρμόνιση
- ενσωματώνω
- σούστα
- αγώνας
- συγχώνευση
- παραγγελία
- οργανώνω
- αναλογία
- συμβιβά
- ομοιοκαταληξία
- διαλέγω
- Τετράγωνο
- τυποποιώ
- Συγχρονίζω
- συστηματοποιώ
- ενοποίηση
- ενωθείτε
- μίγμα
- Χορδή
- συμφιλιώνω
- Περιστέρι
- ίδιος
- ασφάλεια
- ενταχθούν
- κλειδί
- Στέκομαι σε ουρά
- ενορχηστρώνω
- ζευγάρι
- παράλληλος
- μητρώο
- τακτοποιείν
- πάχνη
- κοστούμι
- συνθέτω
- σύνολο
- μελωδία
Nearest Words of align
Definitions and Meaning of align in English
align (v)
place in a line or arrange so as to be parallel or straight
be or come into adjustment with
align oneself with a group or a way of thinking
bring (components or parts) into proper or desirable coordination correlation
align (v. t.)
To adjust or form to a line; to range or form in line; to bring into line; to aline.
To form in line; to fall into line.
FAQs About the word align
ευθυγραμμίζω
place in a line or arrange so as to be parallel or straight, be or come into adjustment with, align oneself with a group or a way of thinking, bring (components
συμφωνώ,Αντιστοιχεί.,φιλοξενώ,συμφωνία,προσαρμόζω,τακτοποιώ,Πίνακας,συντονίζω,ισορροπία,έλεγχος
αποξενώνω,συγχέω,Αντιφάσκεται,αναστατώνω,αποδιοργανώνω,ακαταστασία,αποδιοργανώνω,διαταράσσω,ενοχλώ,στραβός
alighting => αποβίβαση, alighted => αποβιβάστηκε, alight => alight, aligerous => φτερωτός, aliform => πτεροειδής,