Greek Meaning of coordinate
Συντονίζω
Other Greek words related to Συντονίζω
- συμβιβά
- φιλοξενώ
- προσαρμόζω
- ευθυγραμμίζω
- συντονίζω
- συνδυάζω
- Συμμορφώνω
- συνδέω
- συσχετίζειν
- Εναρμόνιση
- ενσωματώνω
- αγώνας
- συγχώνευση
- κοστούμι
- τακτοποιώ
- Πίνακας
- ισορροπία
- μίγμα
- συμφιλιώνω
- Περιστέρι
- ισοσταθμίζω
- κατάλληλο
- ασφάλεια
- ενταχθούν
- κλειδί
- ενορχηστρώνω
- παραγγελία
- ζευγάρι
- αναλογία
- τακτοποιείν
- Τετράγωνο
- τυποποιώ
- Συγχρονίζω
- συνθέτω
- μελωδία
- ενοποίηση
- ενωθείτε
Nearest Words of coordinate
- co-option => συνδιοίκηση
- co-optation => συνδιοίκηση
- co-opt => ενσωματώνω
- cooperstown => Κούπερσταουν
- cooper's hawk => Κούπερ γεράκι
- cooperator => συνεργάτης
- cooperativeness => Συνεργατικότητα
- cooperatively => συνεργατικά
- co-operative republic of guyana => Βουλής της Συνεργατικής Δημοκρατίας της Γουιάνας
- cooperative => συνεταιρισμός
- co-ordinate => συντονίζω
- coordinate axis => Άξονας συντεταγμένων
- coordinate bond => Συντονιστικός δεσμός
- coordinate clause => Πρόταση
- coordinate geometry => Αναλυτική γεωμετρία
- coordinate system => Συντεταγμένο
- coordinated => συντονισμένος
- co-ordinated => συντονισμένος
- coordinated universal time => Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα
- coordinately => συντονισμένα
Definitions and Meaning of coordinate in English
coordinate (n)
a number that identifies a position relative to an axis
coordinate (v)
bring order and organization to
bring into common action, movement, or condition
be co-ordinated
bring (components or parts) into proper or desirable coordination correlation
coordinate (s)
of equal importance, rank, or degree
FAQs About the word coordinate
Συντονίζω
a number that identifies a position relative to an axis, bring order and organization to, bring into common action, movement, or condition, be co-ordinated, bri
συμβιβά,φιλοξενώ,προσαρμόζω,ευθυγραμμίζω,συντονίζω,συνδυάζω,Συμμορφώνω,συνδέω,συσχετίζειν,Εναρμόνιση
συγχέω,ακαταστασία,αποδιοργανώνω,διαταράσσω,ενοχλώ,στραβός,αναστατωμένος,αποξενώνω,δυσαρμονία,διαταραχή
co-option => συνδιοίκηση, co-optation => συνδιοίκηση, co-opt => ενσωματώνω, cooperstown => Κούπερσταουν, cooper's hawk => Κούπερ γεράκι,