Greek Meaning of merge
συγχώνευση
Other Greek words related to συγχώνευση
- συγχωνεύομαι
- μίγμα
- συνδυάζω
- ενσωματώνω
- ενσωματώνω
- μίγμα
- Προσθήκη
- ανακατεύω
- σύνθετος
- συγχωνεύω
- ασφάλεια
- Ομογενοποιώ
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- συνενώνομαι
- ανακατεύω
- σύνθετο
- σκυρόδεμα
- ενώνω
- κόβω
- γαλακτωματοποιώ
- διπλώνω
- αναμειγνύω
- διαπερνώ
- πλέκω
- ενταχθούν
- Πλέκω
- σύνδεσμος
- ανακατεύω
- ρίξιμο
- ενωθείτε
- υφαίνει
- beat (μέσα)
Nearest Words of merge
- merged => συγχωνευμένο
- mergenthaler => Μέρτζενθαλέρ
- merger => Συγχώνευση
- merger agreement => Συμφωνία συγχώνευσης
- merging => συγχώνευση
- mergus => Μερμηγκιάρης
- mergus albellus => Δύτης ο μικρόσωμος
- mergus merganser => Κακαβιάρης
- mergus merganser americanus => Αμερικανικό κατσικοπούλι
- mergus serrator => Στοιχειωτής
Definitions and Meaning of merge in English
merge (v)
become one
mix together different elements
join or combine
merge (v. t.)
To cause to be swallowed up; to immerse; to sink; to absorb.
merge (v. i.)
To be sunk, swallowed up, or lost.
FAQs About the word merge
συγχώνευση
become one, mix together different elements, join or combineTo cause to be swallowed up; to immerse; to sink; to absorb., To be sunk, swallowed up, or lost.
συγχωνεύομαι,μίγμα,συνδυάζω,ενσωματώνω,ενσωματώνω,μίγμα,Προσθήκη,ανακατεύω,σύνθετος,συγχωνεύω
βλάβη,χωρισμός,διαίρεση,ξεχωριστό,σχίζω,διασπείρω,διαλύω,Διαζύγιο,μέρος,ρήξη
merganser => Μερής, meretriciously => εταιρικά, meretricious => επιδεικτικός, merestone => μεθόριον, merestead => αγρόκτημα,