Greek Meaning of commix
ανακατεύω
Other Greek words related to ανακατεύω
- συγχωνεύομαι
- μίγμα
- συνδυάζω
- ενσωματώνω
- συγχώνευση
- μίγμα
- Προσθήκη
- ανακατεύω
- σύνθετος
- σκυρόδεμα
- ασφάλεια
- Ομογενοποιώ
- αναμειγνύω
- ενσωματώνω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- συνενώνομαι
- σύνθετο
- συγχωνεύω
- ενώνω
- κόβω
- γαλακτωματοποιώ
- διπλώνω
- διαπερνώ
- πλέκω
- Πλέκω
- σύνδεσμος
- ανακατεύω
- ρίξιμο
- ενωθείτε
- υφαίνει
- beat (μέσα)
Nearest Words of commix
- committeewoman => μέλος επιτροπής
- committeeman => μέλος επιτροπής
- committee member => μέλος επιτροπής
- committee meeting => συνεδρίαση επιτροπής
- committee for state security => επιτροπή για την ασφάλεια του κράτους
- committee => επιτροπή
- committedness => δέσμευση
- committed => αφοσιωμένος
- committal to writing => δέσμευση για συγγραφή
- committal to memory => Δέσμευση στη μνήμη
- commixture => Μίγμα
- commode => Κομό
- commodious => ευρύχωρος
- commodiousness => ευρυχωρία
- commodities exchange => Χρηματιστήριο εμπορευμάτων
- commodities market => Αγορά εμπορευμάτων
- commodity => εμπόρευμα
- commodity brokerage => Διαμεσολάβηση εμπορευμάτων
- commodity exchange => χρηματιστήριο εμπορευμάτων
- commodore => αντισυνταγματάρχης
Definitions and Meaning of commix in English
commix (v)
to bring or combine together or with something else
FAQs About the word commix
ανακατεύω
to bring or combine together or with something else
συγχωνεύομαι,μίγμα,συνδυάζω,ενσωματώνω,συγχώνευση,μίγμα,Προσθήκη,ανακατεύω,σύνθετος,σκυρόδεμα
βλάβη,χωρισμός,διαίρεση,ξεχωριστό,σχίζω,διαχωρίζω,διασπείρω,διαλύω,διχάζω,Διαζύγιο
committeewoman => μέλος επιτροπής, committeeman => μέλος επιτροπής, committee member => μέλος επιτροπής, committee meeting => συνεδρίαση επιτροπής, committee for state security => επιτροπή για την ασφάλεια του κράτους,