Greek Meaning of meretricious
επιδεικτικός
Other Greek words related to επιδεικτικός
- εξαιρετικό
- εμφανής
- εξαίρετος
- δραματικός
- φανταχτερός
- εντυπωσιακός
- δυνατός
- αισθητός
- Εξαιρετικός
- αντιληπτό
- αξιοσημείωτος
- εντυπωσιακός
- φανταχτερός
- ορατός
- συναρπαστικός
- έντονος
- ελκυστικός
- επιτακτικός
- Ανιχνεύσιμο
- διακριτός
- διακριτός
- εξέχον
- τονισμένος
- εξωφρενικός
- συναρπαστικός
- εντυπωσιακός
- χτυπητός
- φανταχτερός
- ενδιαφέρον
- τζαζ
- σημαδεμένος
- θορυβώδης
- αξιοσημείωτος
- αξιόλογος
- παρατηρήσιμος
- εξέχων
- προφέρεται
- αναγνωρίσιμος
- εξέχων
- φωνάζω
- επιδεικτικός
- Θεαματικός
- πιτσιλίσματος
- καλοντυμένος
- σικ
- λαμπερό
- επισημασμένος
- απορροφητικός
- καταπληκτικός
- απορροφητικός
- συναρπαστικός
- εντυπωσιακός
- φανταχτερός
- κραυγαλέα
- ανθηρός
- εκτυφλωτικός
- Λαμπερός
- άρπαγας
- υψηλοπετών
- φανταχτερός
- ουρλιαχτό
- ιδιαίτερος
- πολυτελής
- περίτεχνος
- επιδεικτικός
- υπερβολικός
- επιτηδευμένος
- συναρπαστικό
- πρόβαλε
- κρυμμένο
- αχνός
- Αδύναμος
- κρυμμένος
- ασήμαντος
- ασαφής
- καλυμμένος
- λεπτός
- αδιάφορος
- ασήμαντο
- συντηρητικός
- σεμνός
- απλός
- ήσυχος
- απλός
- ανεπηρέαστος
- μετριόφρων
- υποτονικός
- ανεπιτήδευτος
- διακριτικός
- αглуτισμένος
- συγκρατημένος
- ήρεμος
- χωρίς έμφαση
- απαρατήρητος
- Διακριτικός
- ασήμαντος
- πιο ήπιος
- διακριτικός
- απρόσωπο
Nearest Words of meretricious
Definitions and Meaning of meretricious in English
meretricious (a)
like or relating to a prostitute
meretricious (s)
tastelessly showy
based on pretense; deceptively pleasing
meretricious (a.)
Of or pertaining to prostitutes; having to do with harlots; lustful; as, meretricious traffic.
Resembling the arts of a harlot; alluring by false show; gaudily and deceitfully ornamental; tawdry; as, meretricious dress or ornaments.
FAQs About the word meretricious
επιδεικτικός
like or relating to a prostitute, tastelessly showy, based on pretense; deceptively pleasingOf or pertaining to prostitutes; having to do with harlots; lustful;
εξαιρετικό,εμφανής,εξαίρετος,δραματικός,φανταχτερός,εντυπωσιακός,δυνατός,αισθητός,Εξαιρετικός,αντιληπτό
κρυμμένο,αχνός,Αδύναμος,κρυμμένος,ασήμαντος,ασαφής,καλυμμένος,λεπτός,αδιάφορος,ασήμαντο
merestone => μεθόριον, merestead => αγρόκτημα, meresman => τοπογράφος, merenchyma => παρέγχυμα, merely => απλώς,