Greek Meaning of shrouded

καλυμμένος

Other Greek words related to καλυμμένος

Definitions and Meaning of shrouded in English

Webster

shrouded (imp. & p. p.)

of Shroud

Webster

shrouded (a.)

Provided with a shroud or shrouds.

FAQs About the word shrouded

καλυμμένος

of Shroud, Provided with a shroud or shrouds.

Ασαφής,Κρυμμένος,συννεφιασμένος,κρυμμένο,μεταμφιεσμένος,εσωτερικός,μεταμφιεσμένος,απόκρυφος,σκιασμένος,σκοτεινός

Προσβάσιμο,φωτεινό,βέβαιος,σαφής,κατανοητός,διακριτός,εμφανής,Κατανοητός,προφανής,απλός

shroud => σάβανο, shropshire => Σρόπσαϊρ, shrood => σάβανο, shroffage => Τέλος ανταλλαγής, shroff => ταμίας,