Greek Meaning of obfuscatory
θολωτικός
Other Greek words related to θολωτικός
- ιερογλυφικά
- ιερογλυφικός
- ακατανόητος
- δυσανάγνωστο
- ασαφής
- ανεξήγητος
- μυστηριώδης
- ασαφής
- ασαφής
- αδιαφανής
- συγκεχυμένο
- ασαφής
- θολός
- αχνός
- σκοτεινός
- Αδύναμος
- ομιχλώδης
- ασαφής
- διάφανο
- μελαγχολικός
- θολό
- Αόριστος
- αδιάκριτος
- αδιαφοροποίητα
- ομιχλώδης
- θολό
- χλωμός
- σκοτεινός
- ασαφές
- Απροσδιόριστος
- ακαθόριστος
- θολός
- Θολό
- σκοτεινός, -ή, -ό
- άυλος
- ασήμαντος
- άυλος
- αόρατος
Nearest Words of obfuscatory
- ob-gyn => Γυναικολόγος
- ob-gyns => Γυναικολόγοι-Μαιευτήρες
- obits => νεκρολογίες
- object (to) => εναντιώνω
- objected (to) => αντιτίθεμαι (σε)
- objectified => Αντικειμενοποιημένος
- objectifying => αντικειμενοποίηση
- objecting (to) => (αντιρρησίας (προς))
- objections => αντιρρήσεις
- objectivities => αντικειμενικότητες
Definitions and Meaning of obfuscatory in English
obfuscatory
to throw into shadow, to make obscure, confuse, to be evasive, unclear, or confusing
FAQs About the word obfuscatory
θολωτικός
to throw into shadow, to make obscure, confuse, to be evasive, unclear, or confusing
ιερογλυφικά,ιερογλυφικός,ακατανόητος,δυσανάγνωστο,ασαφής,ανεξήγητος,μυστηριώδης,ασαφής,ασαφής,αδιαφανής
φωτεινό,βέβαιος,διακριτός,εμφανής,προφανής,απλός,σαφής,στερεός,δυνατός,σίγουρα
obeys => υπακούει, obesities => παχυσαρκίες, obelisks => οβελίσκοι, obediences => υπακοές, obdurateness => πεισματικότητα,