Greek Meaning of blear
θολός
Other Greek words related to θολός
- Αδύναμος
- θολό
- ασαφής
- Θολό
- θολός
- σκοτεινός, -ή, -ό
- αχνός
- ομιχλώδης
- ασαφής
- Αόριστος
- ασαφής
- αδιαφοροποίητα
- ομιχλώδης
- θολό
- ασαφής
- ασαφής
- αδιαφανής
- χλωμός
- σκοτεινός
- ασαφές
- Απροσδιόριστος
- ακαθόριστος
- σκοτεινός
- διάφανο
- μελαγχολικός
- άυλος
- ασήμαντος
- ακατανόητος
- αδιάκριτος
- ανεξήγητος
- άυλος
- αόρατος
- μυστηριώδης
- συγκεχυμένο
Nearest Words of blear
Definitions and Meaning of blear in English
blear (v)
make dim or indistinct
blear (s)
tired to the point of exhaustion
blear (v.)
Dim or sore with water or rheum; -- said of the eyes.
Causing or caused by dimness of sight; dim.
blear (v. t.)
To make somewhat sore or watery, as the eyes; to dim, or blur, as the sight. Figuratively: To obscure (mental or moral perception); to blind; to hoodwink.
FAQs About the word blear
θολός
make dim or indistinct, tired to the point of exhaustionDim or sore with water or rheum; -- said of the eyes., Causing or caused by dimness of sight; dim., To m
Αδύναμος,θολό,ασαφής,Θολό,θολός,σκοτεινός, -ή, -ό,αχνός,ομιχλώδης,ασαφής,Αόριστος
σαφής,ορισμένος,εμφανής,προφανής,φωτεινό,βέβαιος,διακριτός,διαφανής,απλός,δυνατός
bleaky => ζοφερός, bleakness => απαισιοδοξία, bleakly => Αμείλικτα, bleak => άχαρος, bleaching powder => χλωρίνη,