Greek Meaning of bleary-eyed

με θολά μάτια

Other Greek words related to με θολά μάτια

Definitions and Meaning of bleary-eyed in English

Wordnet

bleary-eyed (s)

tired to the point of exhaustion

FAQs About the word bleary-eyed

με θολά μάτια

tired to the point of exhaustion

μπίρας,μπερδεμένος,Μεθυσμένος,έκθαμβος,αλκοολικός,διεφθαρμένος,διασκορπισμένος,διεφθαρμένος,νυσταγμένος,μεθυσμένος

ξηρός,νηφάλιος,ίσιος,εγκρατής,κουλ,επίπεδο,σταθερός,εύκρατο,εγκρατής,καθαρό μυαλό

bleary => Θολό, blearing => θολός, bleareyedness => Θολό βλέμμα, blear-eyed => Θολό μάτι, bleareye => θολό μάτι,