Greek Meaning of bleary-eyed
με θολά μάτια
Other Greek words related to με θολά μάτια
- μπίρας
- μπερδεμένος
- Μεθυσμένος
- έκθαμβος
- αλκοολικός
- διεφθαρμένος
- διασκορπισμένος
- διεφθαρμένος
- νυσταγμένος
- μεθυσμένος
- μεθυσμένος
- Μεθυσμένος
- δακρύβρεχτος
- εξαντλημένος
- ερωτευμένος
- Οινόφιλος
- ανατιναγμένη
- τυφλός
- Μεθυσμένος
- Μεθυσμένος
- κονσέρβα
- στραβός
- στραβός
- διψομανής
- τηγανητό
- αεριοποιημένο
- σφυρηλατημένος
- εξασθενημένος
- Μεθυσμένος
- μεθυσμένος
- αναμμένος
- βρόχος
- λαδωμένο
- τουρσί
- στραβoμaτης
- σοβατισμένο
- γλάστρα
- σκισμένος
- μεθυσμένος
- συντριμμένος
- σάλτσα
- Μεθυσμένος
- μεθυσμένος
- βραστά
- βρωμερός
- πέτρινος
- μικρός
- μεθυσμένος
- σπαταλημένος
- βρεγμένος
- αστραπιαία
- ζουμερός
- φωτισμένο
- άδειος
Nearest Words of bleary-eyed
Definitions and Meaning of bleary-eyed in English
bleary-eyed (s)
tired to the point of exhaustion
FAQs About the word bleary-eyed
με θολά μάτια
tired to the point of exhaustion
μπίρας,μπερδεμένος,Μεθυσμένος,έκθαμβος,αλκοολικός,διεφθαρμένος,διασκορπισμένος,διεφθαρμένος,νυσταγμένος,μεθυσμένος
ξηρός,νηφάλιος,ίσιος,εγκρατής,κουλ,επίπεδο,σταθερός,εύκρατο,εγκρατής,καθαρό μυαλό
bleary => Θολό, blearing => θολός, bleareyedness => Θολό βλέμμα, blear-eyed => Θολό μάτι, bleareye => θολό μάτι,