Greek Meaning of inebriated
Μεθυσμένος
Other Greek words related to Μεθυσμένος
- μεθυσμένος
- μεθυσμένος
- τηγανητό
- εξασθενημένος
- αλκοολικός
- ερωτευμένος
- τυφλός
- Μεθυσμένος
- Μεθυσμένος
- στραβός
- αεριοποιημένο
- σφυρηλατημένος
- Μεθυσμένος
- μεθυσμένος
- αναμμένος
- φορτωμένο
- τουρσί
- σοβατισμένο
- σκισμένος
- μεθυσμένος
- συντριμμένος
- σάλτσα
- Μεθυσμένος
- μεθυσμένος
- βραστά
- άκαμπτος
- πέτρινος
- μεθυσμένος
- σπαταλημένος
- βρεγμένος
- υπό την επήρεια
- μπίρας
- μπερδεμένος
- Οινόφιλος
- ανατιναγμένη
- με θολά μάτια
- κονσέρβα
- στραβός
- Μεθυσμένος
- διεφθαρμένος
- διασκορπισμένος
- διεφθαρμένος
- νυσταγμένος
- υψηλός
- βρόχος
- δακρύβρεχτος
- λαδωμένο
- στραβoμaτης
- γλάστρα
- βρωμερός
- έκθαμβος
- μικρός
- σφιχτός
- αδιάθετος
- εξαλειφθεί
- αστραπιαία
- μεθυσμένος
- στην τσάντα
- ζουμερός
- φωτισμένο
- μεθυσμένος
- εξαντλημένος
- άδειος
- Μεθυσμένος σαν κύριος
- Μεθυσμένος
Nearest Words of inebriated
Definitions and Meaning of inebriated in English
inebriated (a)
stupefied or excited by a chemical substance (especially alcohol)
inebriated (imp. & p. p.)
of Inebriate
FAQs About the word inebriated
Μεθυσμένος
stupefied or excited by a chemical substance (especially alcohol)of Inebriate
μεθυσμένος,μεθυσμένος,τηγανητό,εξασθενημένος,αλκοολικός,ερωτευμένος,τυφλός,Μεθυσμένος,Μεθυσμένος,στραβός
ξηρός,νηφάλιος,ίσιος,εγκρατής,κουλ,επίπεδο,σταθερός,εύκρατο,εγκρατής,καθαρό μυαλό
inebriate => Μεθυσμένος, inebriant => μεθυστικό, inearth => στη γη, indwelt => κατοικώ, indwelling => κατοικών,