Greek Meaning of ineffableness
ανεκφραστότητα
Other Greek words related to ανεκφραστότητα
Nearest Words of ineffableness
- ineffably => ανέκφραστο
- ineffaceable => ανεξίτηλος
- ineffaceably => Ανεξίτηλο
- ineffectible => αναποτελεσματικός
- ineffective => αναποτελεσματικός
- ineffectively => αναποτελεσματικά
- ineffectiveness => αναποτελεσματικότητα
- ineffectual => αναποτελεσματικός
- ineffectuality => αναποτελεσματικότητα
- ineffectually => αναποτελεσματικά
Definitions and Meaning of ineffableness in English
ineffableness (n.)
The quality or state of being ineffable or unutterable; unspeakableness.
FAQs About the word ineffableness
ανεκφραστότητα
The quality or state of being ineffable or unutterable; unspeakableness.
αμετάδοτος,απίστευτος,ακαθόριστος,Απερίγραπτος,ανέκφραστος,ανέκφραστος,ανείπωτος,αδιανόητο,ανέκφραστος,ανεξήγητος
μεταδοτικός,αντιληπτός,Ορίζοντες,Εκφράσιμο,φανταστός,προφορική,εννοούμενο
ineffable => ανέκφραστος, ineffability => ανεκφραστικότητα, inee => άγνωστο, inedited => ανεπεξέργαστο, inedible => άφαγος,