Greek Meaning of indescribable
Απερίγραπτος
Other Greek words related to Απερίγραπτος
Nearest Words of indescribable
- inderal => Ίντεραλ
- indeprivable => ακατάσχετος
- indeprehensible => Ακατανόητος
- indeprecable => Αμείλικτος
- indepravate => διεστραμμένος
- indeposable => μη καθαιρέσιμος
- independently => ανεξάρτητα
- independentism => ανεξαρτητισμός
- independent variable => Ανεξάρτητη μεταβλητή
- independent state of samoa => Ανεξάρτητη Κρατίδια Σαμόα
Definitions and Meaning of indescribable in English
indescribable (s)
defying expression or description
indescribable (a.)
Incapable of being described.
FAQs About the word indescribable
Απερίγραπτος
defying expression or descriptionIncapable of being described.
απίστευτος,ακαθόριστος,ανέκφραστος,ανέκφραστος,ανέκφραστος,ανείπωτος,αμετάδοτος,αδιανόητο,απίστευτος,αδύνατος να επικοινωνήσει
μεταδοτικός,αντιληπτός,Ορίζοντες,Εκφράσιμο,φανταστός,προφορική,εννοούμενο
inderal => Ίντεραλ, indeprivable => ακατάσχετος, indeprehensible => Ακατανόητος, indeprecable => Αμείλικτος, indepravate => διεστραμμένος,