Greek Meaning of pickled

τουρσί

Other Greek words related to τουρσί

Definitions and Meaning of pickled in English

Wordnet

pickled (s)

(used of foods) preserved in a pickling liquid

Webster

pickled (imp. & p. p.)

of Pickle

Webster

pickled (a.)

Preserved in a pickle.

FAQs About the word pickled

τουρσί

(used of foods) preserved in a pickling liquidof Pickle, Preserved in a pickle.

μεθυσμένος,μεθυσμένος,τηγανητό,εξασθενημένος,σπαταλημένος,βρεγμένος,αλκοολικός,ερωτευμένος,ανατιναγμένη,τυφλός

ξηρός,νηφάλιος,ίσιος,εύκρατο,εγκρατής,εγκρατής,κουλ,σταθερός,καθαρό μυαλό,επίπεδο

pickle relish => Αγγουράκι τουρσί, pickle barrel => Βάρελο για τουρσί, pickle => Αγγούρι τουρσί, pickings => επιλογές, picking => συγκομιδή,