Greek Meaning of pickled
τουρσί
Other Greek words related to τουρσί
- μεθυσμένος
- μεθυσμένος
- τηγανητό
- εξασθενημένος
- σπαταλημένος
- βρεγμένος
- αλκοολικός
- ερωτευμένος
- ανατιναγμένη
- τυφλός
- Μεθυσμένος
- Μεθυσμένος
- κονσέρβα
- στραβός
- στραβός
- αεριοποιημένο
- σφυρηλατημένος
- υψηλός
- Μεθυσμένος
- Μεθυσμένος
- μεθυσμένος
- αναμμένος
- φορτωμένο
- βρόχος
- λαδωμένο
- σοβατισμένο
- γλάστρα
- σκισμένος
- μεθυσμένος
- συντριμμένος
- σάλτσα
- Μεθυσμένος
- μεθυσμένος
- βραστά
- άκαμπτος
- βρωμερός
- πέτρινος
- μικρός
- μεθυσμένος
- αδιάθετος
- εξαλειφθεί
- αστραπιαία
- ζουμερός
- φωτισμένο
- μεθυσμένος
- άδειος
- Μεθυσμένος σαν κύριος
- Μεθυσμένος
- υπό την επήρεια
- μπίρας
- μπερδεμένος
- Οινόφιλος
- με θολά μάτια
- Μεθυσμένος
- διεφθαρμένος
- διψομανής
- διασκορπισμένος
- διεφθαρμένος
- νυσταγμένος
- δακρύβρεχτος
- στραβoμaτης
- έκθαμβος
- σφιχτός
- μεθυσμένος
- στην τσάντα
- εξαντλημένος
Nearest Words of pickled
Definitions and Meaning of pickled in English
pickled (s)
(used of foods) preserved in a pickling liquid
pickled (imp. & p. p.)
of Pickle
pickled (a.)
Preserved in a pickle.
FAQs About the word pickled
τουρσί
(used of foods) preserved in a pickling liquidof Pickle, Preserved in a pickle.
μεθυσμένος,μεθυσμένος,τηγανητό,εξασθενημένος,σπαταλημένος,βρεγμένος,αλκοολικός,ερωτευμένος,ανατιναγμένη,τυφλός
ξηρός,νηφάλιος,ίσιος,εύκρατο,εγκρατής,εγκρατής,κουλ,σταθερός,καθαρό μυαλό,επίπεδο
pickle relish => Αγγουράκι τουρσί, pickle barrel => Βάρελο για τουρσί, pickle => Αγγούρι τουρσί, pickings => επιλογές, picking => συγκομιδή,