FAQs About the word bleater

αδερφή

One who bleats; a sheep.

κλαψιάρης,κλαψιάρης,γκρινιάρης,γκρινιάρης,γκρινιάρης,στριγκλιάρης,μουρμούρης,squawker,θρηνητής,πρόσωπο που κλαίει

Χαρούμενος κατασκηνωτής

bleated => βέλαξε, bleat => μπεε, bleary-eyed => με θολά μάτια, bleary => Θολό, blearing => θολός,