Greek Meaning of bleater
αδερφή
Other Greek words related to αδερφή
Nearest Words of bleater
Definitions and Meaning of bleater in English
bleater (n.)
One who bleats; a sheep.
FAQs About the word bleater
αδερφή
One who bleats; a sheep.
κλαψιάρης,κλαψιάρης,γκρινιάρης,γκρινιάρης,γκρινιάρης,στριγκλιάρης,μουρμούρης,squawker,θρηνητής,πρόσωπο που κλαίει
Χαρούμενος κατασκηνωτής
bleated => βέλαξε, bleat => μπεε, bleary-eyed => με θολά μάτια, bleary => Θολό, blearing => θολός,