Greek Meaning of fussbudget
μίζερος
Other Greek words related to μίζερος
Nearest Words of fussbudget
Definitions and Meaning of fussbudget in English
fussbudget
one who fusses or is fussy especially about trifles
FAQs About the word fussbudget
μίζερος
one who fusses or is fussy especially about trifles
μωρό,γκρινιάρης,γκρινιάρης,Κάβουρας,κλαψιάρης,γκρινιάρης,τσιμπίδα,γκρινιάρης,γκρινιάζω,γκρινιάρης
Χαρούμενος κατασκηνωτής
fuss (about or over) => για, fusions => συγχωνεύσεις, fusillades => εκτελέσεις, fuses => ασφάλειες, furthers => προωθεί,