FAQs About the word fussbudget

μίζερος

one who fusses or is fussy especially about trifles

μωρό,γκρινιάρης,γκρινιάρης,Κάβουρας,κλαψιάρης,γκρινιάρης,τσιμπίδα,γκρινιάρης,γκρινιάζω,γκρινιάρης

Χαρούμενος κατασκηνωτής

fuss (about or over) => για, fusions => συγχωνεύσεις, fusillades => εκτελέσεις, fuses => ασφάλειες, furthers => προωθεί,