Greek Meaning of grump

μουρτζούφλης

Other Greek words related to μουρτζούφλης

Definitions and Meaning of grump in English

Wordnet

grump (n)

a bad-tempered person

FAQs About the word grump

μουρτζούφλης

a bad-tempered person

αρκούδα,γκρινιάρης,Κάβουρας,μπιέλα,γκρινιάρης,Τρίγλια,τσιμπίδα,γκρινιάρης,γκρινιάρης,γκρινιάρης

αισιόδοξος,Πόλυ Άννα,Χαρούμενος κατασκηνωτής

grumousness => γκρίνια, grumous => Αιματηρός, grumose => πηχτός, grummet => λαστιχένια δακτυλήθρα, grume => Γκρουμ,