Greek Meaning of crosspatch
Σκυθρωπός
Other Greek words related to Σκυθρωπός
- αρκούδα
- γκρινιάρης
- Κάβουρας
- μπιέλα
- γκρινιάρης
- Τρίγλια
- γκρινιάρης
- τσιμπίδα
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- μουρτζούφλης
- κούκλοι
- κλοτσιά
- γκρινιάρης
- Σκυθρωπός
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- κανάτα
- ηττοπαθής
- κριτικός
- γκρινιάρης
- Γκριντς
- γκρινιάρης
- Υποχόνδριος
- χαρμπαλάς
- δυσαρεστημένος
- κρíσιμος
- Χαλασοκόσμος
- απαισιόδοξος
- κουβέντιασμα
- ευερέθιστος
- χαλάστρα
Nearest Words of crosspatch
- crossover voter => Σταυρωτός ψηφοφόρος
- crossover => Crossover
- crossopterygii => Κροσσοπτέρυγα
- crossopterygian => Πτερυγιόμορφα
- crossness => κακοκεφιά
- cross-modal => Διασταυρούμενης-αισθητικής
- crossly => θυμωμένα
- cross-linkage => Διασταύρωση
- cross-link => Διασταύρωση
- cross-linguistically => διαγλωσικά
- crosspiece => εγκάρσιο τέμα
- cross-ply => εγκάρσια στρώματα
- cross-pollinate => διασταύρωση
- cross-pollinating => διασταύρωση
- cross-pollination => σταυρογονιμοποίηση
- cross-purpose => εγκάρσια
- cross-question => Εγκαρσία ανάκριση
- cross-questioner => αντιεξεταστής
- cross-refer => Διασταυρούμενη αναφορά
- cross-reference => Διασταυρούμενη αναφορά
Definitions and Meaning of crosspatch in English
crosspatch (n)
a bad-tempered person
FAQs About the word crosspatch
Σκυθρωπός
a bad-tempered person
αρκούδα,γκρινιάρης,Κάβουρας,μπιέλα,γκρινιάρης,Τρίγλια,γκρινιάρης,τσιμπίδα,γκρινιάρης,γκρινιάρης
αισιόδοξος,Πόλυ Άννα,Χαρούμενος κατασκηνωτής
crossover voter => Σταυρωτός ψηφοφόρος, crossover => Crossover, crossopterygii => Κροσσοπτέρυγα, crossopterygian => Πτερυγιόμορφα, crossness => κακοκεφιά,