Greek Meaning of bled
αιμορραγία
Other Greek words related to αιμορραγία
- πονούσε
- λυπημένος
- πένθησε
- αναστενάζω
- βασανισμένος
- Άγχος
- πόνος
- έκλαψε
- έκλαψε
- λυγμούσε
- λυπημένος
- υπέφερε
- κλαίω με λυγμούς
- θρήνησε
- θρήνησε
- κλαίω
- κατηγόρησε
- στέναξε
- ούρλιαξε
- θρηνούσε
- αποκαμμένος
- στέναξε
- τοποθετημένος
- λυπήθηκα
- μετανιώνω
- έξυπνος
- βασανισμένος
- έκλαιγε
- Φάτε μέχρι αηδίας
- θρηνούσε
- επιθυμούσε (κάτι)
- Ποθώντας (μακριά)
- έσκισε τα μαλλιά του
- φλυαρούσε
- ούρλιαξε
Nearest Words of bled
Definitions and Meaning of bled in English
bled ()
imp. & p. p. of Bleed.
bled (imp. & p. p.)
of Bleed
FAQs About the word bled
αιμορραγία
imp. & p. p. of Bleed., of Bleed
πονούσε,λυπημένος,πένθησε,αναστενάζω,βασανισμένος,Άγχος,πόνος,έκλαψε,έκλαψε,λυγμούσε
ακτινοβόλος,επευφημούσαν,Χαρούμενος,ενθουσιώδης,δοξασμένος,γέλασε,αρπαγμένος,χάρηκε,θριάμβευσε,γεμάτο
bleck => μπλιαχ, blechnum spicant => Φτερίδα η οξύαιχμη, blechnum => Μπλέχνον, blechnaceae => Blechnaceae, blebby => φλυκταινώδης,