Greek Meaning of wailed

έκλαιγε

Other Greek words related to έκλαιγε

Definitions and Meaning of wailed in English

Webster

wailed (imp. & p. p.)

of Wail

FAQs About the word wailed

έκλαιγε

of Wail

στέναξε,μουρμούρισε,φώναξε,γκρίνια,παραπονιόταν,βέλαξε,επικρίθηκε,νιαουρίζω,στενόχωρος,γκρίνιαζε

αποδεκτό,βαρετός,Χαρούμενος,άντεξε,χάρηκε,ανεκτή,πήρε,χειροκρότησε.,επευφημούσαν,επαινέθηκε

wail => ολοφύρομαι, waikiki => Waikiki, waift => αλήτης, waif => ορφανός, waid => βάιδο (waido),