Greek Meaning of quarreled (with)
τσακώθηκα (με)
Other Greek words related to τσακώθηκα (με)
- αντιτίθεμαι (σε)
- διαμαρτυρηθεί
- ουρλιαχτός
- βέλαξε
- επικρίθηκε
- νιαουρίζω
- επικρίθηκε
- έκρινε αυστηρά
- στενόχωρος
- γκρίνιαζε
- Γκριζαρισμένος
- γρύλισε
- κατέκρινε
- στέναξε
- ψιθύρισε
- μουρμούρισε
- γκρίνιαζε
- φώναξε
- έκλαιγε
- γκρίνιαξε
- γκρίνια
- ενισχυμένος
- γκρινιάζω
- Γκρίνιαζε
- παραπονιόταν
- κατσούφης
- γκρινιάζω
- γκρίνιαζε
- έβριζε
- φώναξε
- θρηνούσε
- κλώτσησε
- γκρίνιαζε
- μουρμουρίζοντας
- pin
- τσίριξε / φώναξε δυνατά
- τσίριξε
- γκρινιάρης
- φλυαρούσε
- ούρλιαζε
- ούρλιαξε
- θρήνησε
- κλαίω
- κατηγόρησε
- ανήσυχος
- αναστατωμένος
- θρηνούσε
- διαφωνούσε
- βραστά
- ανήσυχος
- έκλαψε
- πέθανε
- λυγμούσε
Nearest Words of quarreled (with)
Definitions and Meaning of quarreled (with) in English
quarreled (with)
No definition found for this word.
FAQs About the word quarreled (with)
τσακώθηκα (με)
αντιτίθεμαι (σε),διαμαρτυρηθεί,ουρλιαχτός,βέλαξε,επικρίθηκε,νιαουρίζω,επικρίθηκε,έκρινε αυστηρά,στενόχωρος,γκρίνιαζε
αποδεκτό,βαρετός,Χαρούμενος,χάρηκε,πήρε,χειροκρότησε.,επευφημούσαν,άντεξε,ανεκτή,επαινέθηκε
quarrel (with) => καυγάς (με), quantitating => Ποσοτικοποίηση, quantitates => ποσά, quantitated => ποσοτικοποιημένο, quantitate => ποσότητα,