Greek Meaning of groused
γκρινιάζω
Other Greek words related to γκρινιάζω
- στέναξε
- μουρμούρισε
- φώναξε
- γκρίνια
- παραπονιόταν
- βέλαξε
- επικρίθηκε
- νιαουρίζω
- στενόχωρος
- γκρίνιαζε
- Γκριζαρισμένος
- γρύλισε
- κατέκρινε
- ψιθύρισε
- γκρίνιαζε
- έκλαιγε
- γκρίνιαξε
- ανήσυχος
- ενισχυμένος
- γκρινιάζω
- Γκρίνιαζε
- έκλαψε
- κατσούφης
- γκρίνιαζε
- έβριζε
- φώναξε
- θρηνούσε
- κλώτσησε
- γκρίνιαζε
- διαμαρτυρηθεί
- pin
- τσίριξε / φώναξε δυνατά
- τσίριξε
- γκρινιάρης
- φλυαρούσε
- ούρλιαξε
- θρήνησε
- θρήνησε
- κλαίω
- επικρίθηκε
- έκρινε αυστηρά
- κατηγόρησε
- ανήσυχος
- αναστατωμένος
- θρηνούσε
- διαφωνούσε
- βραστά
- πέθανε
- Έκανε φασαρία
- Προκάλεσε σάλο
- μουρμουρίζοντας
- αντιτίθεμαι (σε)
- τσακώθηκα (με)
- μαλώνω (με)
- λυγμούσε
- ούρλιαζε
- ουρλιαχτός
Nearest Words of groused
Definitions and Meaning of groused in English
groused
any of various chiefly ground-dwelling birds (family Tetraonidae) that are usually of reddish-brown or other protective color and have feathered legs and that include many important game birds, complain sense 1, grumble, complaint, any of various plump-bodied game birds that are usually reddish or grayish brown with feathers on the legs, complain, grumble
FAQs About the word groused
γκρινιάζω
any of various chiefly ground-dwelling birds (family Tetraonidae) that are usually of reddish-brown or other protective color and have feathered legs and that i
στέναξε,μουρμούρισε,φώναξε,γκρίνια,παραπονιόταν,βέλαξε,επικρίθηκε,νιαουρίζω,στενόχωρος,γκρίνιαζε
αποδεκτό,βαρετός,Χαρούμενος,άντεξε,χάρηκε,ανεκτή,πήρε,γεμάτο,χειροκρότησε.,επευφημούσαν
groups => ομάδες, groupings => Ομαδοποιήσεις, groundworks => εδαφοτεχνικά έργα, groundlings => παρτεράκι, groundburst => Έκρηξη εδάφους,