Greek Meaning of grow (in)

αυξάνεται (βρίσκεται μέσα)

Other Greek words related to αυξάνεται (βρίσκεται μέσα)

Definitions and Meaning of grow (in) in English

grow (in)

No definition found for this word.

FAQs About the word grow (in)

αυξάνεται (βρίσκεται μέσα)

χτίζω,κέρδος,συγκεντρώνω,διπλός (σε),παραλαμβάνω,τριπλό (σε),Συγκεντρώνω,συσσωρεύω,συσσωρεύω,βελτιώνω

μείωση (σε),πέφτω,χάσει,Αρνητικός (σε),μειώνω (σε),μειώνω,βουτάω,μειώνω,λιγώτερο,κώνος

grousing => γκρίνια, grouses => όρνιθες, grousers => πέδιλα, groused => γκρινιάζω, groups => ομάδες,