FAQs About the word bewailed

θρήνησε

of Bewail

θρηνούσε,πένθησε,λυπήθηκα,θρήνησε,κατηγόρησε,λυπημένος (για),θρήνησε (για κάποιον),βασανισμένος,κλαίω με λυγμούς,έκλαψε (για)

Χαρούμενος,χαμογέλασε,γέλασε,Ενθουσιασμένος (με),χαμογέλασε,ακτινοβόλος,επευφημούσαν,πανηγυρίζω (για),καυχήθηκε (για),χαρούμενος

bewailable => θρηνητικός, bewail => θρηνώ, bevy => σμήνος, bevin => Μπέβιν, bevilled => λοξός,