FAQs About the word bawled

κλαίω με λυγμούς

of Bawl

έκλαψε,λυγμούσε,έκλαψε,κλαίω δυνατά,κλαίω,λυπημένος,φώναξε,χαιρετώ,στέναξε,ούρλιαξε

ψιθύρισε,μουρμούρισε,ψιθυρισμένο,ανέπνεε,μούγγρισε

bawl out => μαλώνω, bawl => ουρλιάζω, bawhorse => άλογο για καροτσάδα, bawdy => άσεμνος, bawdry => αισχρότητα, αισχρόμυθος,