Greek Meaning of groaned

στέναξε

Other Greek words related to στέναξε

Definitions and Meaning of groaned in English

Webster

groaned (imp. & p. p.)

of Groan

FAQs About the word groaned

στέναξε

of Groan

στέναξε,λυγμούσε,έκλαψε,έκλαιγε,έκλαψε,γκρίνιαξε,βασανισμένος,κλαίω με λυγμούς,θρήνησε,θρήνησε

κακαρίστηκε,γέλασε,γέλασε,χασκογέλασε,γέλασε,γέλασε πνιχτά,σκασμένος,κακαρίζω,γέλαγε,κελάηδησε

groan => βογκητό, groak => ΓΚΡΟΑΚ, grizzly bear => Αρκούδα γκρίζλι, grizzly => γκρίζλι, grizzlies => γκρίζλι,