FAQs About the word guffawed

κακαρίζω

a loud burst of laughter, a loud or boisterous burst of laughter

κακαρίστηκε,γέλασε,γέλασε,χασκογέλασε,γέλασε,γέλασε πνιχτά,γέλαγε,σκασμένος,κελάηδησε

έκλαψε,στέναξε,στέναξε,έκλαιγε,κλαίω,μύρισε,λυγμούσε,έκλαψε,γκρίνια,γκρινιάζω

guests => οι επισκέπτες, guesthouses => ξενώνες, guesstimating => υπολογίζοντας περίπου, guesstimates => Υπολογισμοί επί το χονδρικό, guesstimated => υπολογισμένο,