FAQs About the word groaner

γκρινιάρης

a person who groans

Κλισέ,κλισέ,Τρόπος,αλήθεια,κοινοτοπία,βρωμίδιο,κάστανο,συνηθισμένος,ομιλία, κήρυγμα,κοινοτοπία

βάθος

groaned => στέναξε, groan => βογκητό, groak => ΓΚΡΟΑΚ, grizzly bear => Αρκούδα γκρίζλι, grizzly => γκρίζλι,