Greek Meaning of grizzle
γκρινιάζω
Other Greek words related to γκρινιάζω
- παραπονιέμαι
- στεναγμός
- κραυγή
- γκρινιάζω
- Μοσχάρι
- πονόκοιλος
- μπεε
- Κυπρίνος
- νιαούρισμα
- Κάβουρας
- κλάμα
- φασαρία
- παράπονο
- γκρινιάρης
- βουστάρι
- γρύλισμα
- γκρινιάζω
- μουρτζούφλης
- φωνάζω
- επιτίθεμαι
- απότομος
- κλοτσιά
- γκρινιάζω
- Μουρμούρισμα
- γκρινιάζω
- γκρινιάζω
- αδημονώ
- τσίριγμα
- ολοφύρομαι
- γκρίνια
- γκρινιάζω
- ανησυχία
- κουβέντα
- νιαούρισμα
- θρηνώ
- Λίπος
- επεισόδιο
- κράζω
- τάστα
- θρηνείν
- περιπλανιέμαι
- διαμαρτυρία
- μαλλιοκουβέντα,λεπτομέρεια
- λυγμός
- Ραγού
- ναι
- κραυγή
- Κάνω φασαρία
- κάνω φασαρία
- εναντιώνω
- καυγάς (με)
Nearest Words of grizzle
Definitions and Meaning of grizzle in English
grizzle (n)
a grey wig
grizzle (v)
be in a huff; be silent or sullen
complain whiningly
grizzle (n.)
Gray; a gray color; a mixture of white and black.
grizzle (v. t. & i.)
To make or become grizzly, or grayish.
grizzle (v. i. & t.)
To worry; to fret; to bother; grumble.
FAQs About the word grizzle
γκρινιάζω
a grey wig, be in a huff; be silent or sullen, complain whininglyGray; a gray color; a mixture of white and black., To make or become grizzly, or grayish., To w
παραπονιέμαι,στεναγμός,κραυγή,γκρινιάζω,Μοσχάρι,πονόκοιλος,μπεε,Κυπρίνος,νιαούρισμα,Κάβουρας
αποδέχομαι,αρκούδα,Κόρακας,ευχαρίστηση,υπομένω,χαίρομαι,παίρνω,ανέχομαι,ζητωκραυγές,Πρόσωπο
grizelin => γριζελίνη, grize => γκρι, grivet => Μαυροπρόσωπος πίθηκος, gritty => τραχύς, gritting => αλάτισμα,