Greek Meaning of grittiness
γρανώδης
Other Greek words related to γρανώδης
- ανδρεία
- Θάρρος
- θάρρος
- ανδρεία
- χαλίκι
- ορμή
- αντοχή
- σπονδυλική στήλη
- σταθερότητα
- Αποφασιστικότητα
- αντοχή
- ανδρεία
- ίνα
- σπλάχνα
- νεύρο
- μαδάω
- Σκοπιμότητα
- ανεκτικότητα
- Εντερική αντοχή
- τόλμη
- τόλμη
- ορείχαλκος
- θράσος
- Τολμηρός
- Ανδρεία
- ανδρεία
- θράσος
- ανεκτικότητα
- γενναιότητα
- καρδιά
- Θάρρος
- Μέταλλο
- αποφασιστικότητα
- ψήφισμα
- πνεύμα
- δύναμη
- δυστυχία
- θρασύτητα
- Ανδρεία
- μεγαλοκαρδία
- ανδρεία
Nearest Words of grittiness
Definitions and Meaning of grittiness in English
grittiness (n.)
The quality of being gritty.
FAQs About the word grittiness
γρανώδης
The quality of being gritty.
ανδρεία,Θάρρος,θάρρος,ανδρεία ,χαλίκι,ορμή,αντοχή,σπονδυλική στήλη,σταθερότητα,Αποφασιστικότητα
δειλία,αναποφασιστικότητα,αναποφασιστικότητα,Δειλ�α,Δειλία,δισταγμός,Δειλία,δειλία,αναποφασιστικότητα,Ολιγοψυχία
gritted => τρίζοντας, gritstone => ψαμμίτης, grits => χυλός, gritrock => Γκρίτροκ, grith => περίμετρος,