Greek Meaning of grittiness

γρανώδης

Other Greek words related to γρανώδης

Definitions and Meaning of grittiness in English

Webster

grittiness (n.)

The quality of being gritty.

FAQs About the word grittiness

γρανώδης

The quality of being gritty.

ανδρεία,Θάρρος,θάρρος,ανδρεία ,χαλίκι,ορμή,αντοχή,σπονδυλική στήλη,σταθερότητα,Αποφασιστικότητα

δειλία,αναποφασιστικότητα,αναποφασιστικότητα,Δειλ�α,Δειλία,δισταγμός,Δειλία,δειλία,αναποφασιστικότητα,Ολιγοψυχία

gritted => τρίζοντας, gritstone => ψαμμίτης, grits => χυλός, gritrock => Γκρίτροκ, grith => περίμετρος,