Greek Meaning of greatheartedness
μεγαλοκαρδία
Other Greek words related to μεγαλοκαρδία
- ανδρεία
- Θάρρος
- θάρρος
- γενναιότητα
- ηρωισμός
- ικανότητα
- Τολμηρός
- Ανδρεία
- ανδρεία
- ανδρεία
- σπλάχνα
- Ανδρεία
- καρδιά
- Θάρρος
- νεύρο
- δύναμη
- Ανδρεία
- αρετή
- Εντερική αντοχή
- τόλμη
- σπονδυλική στήλη
- τόλμη
- μπουκάλι
- Αποφασιστικότητα
- αντοχή
- ίνα
- ανδρεία
- χαλίκι
- Τόλμη
- Θάρρος
- Μέταλλο
- Μόξι
- Τρυποκάρυδος
- επιμονή
- μαδάω
- ψήφισμα
- ορμή
- αντοχή
- Στομάχι
- ταμπεραμέντο
- επιμονή, εμμονή
- τόλμη
- ανδρεία
Nearest Words of greatheartedness
- greatheartedly => μεγαλοκάρδια
- great powers => Μεγάλες δυνάμεις
- great houses => μεγάλα σπίτια
- great house => μεγάλο σπίτι
- greasing the palm of => δωροδοκώ
- greasing the hand of => δωροδοκώ
- greased the palm of => Άλειψε τον ανοιχτό χειροπίαρα
- greased the hand of => δωροδόκηση
- grease the palm of => Δωροδοκεῖν
- grease the hand of => δωροδοκώ
Definitions and Meaning of greatheartedness in English
greatheartedness
generous, magnanimous, nobly generous, courageous, characterized by bravery
FAQs About the word greatheartedness
μεγαλοκαρδία
generous, magnanimous, nobly generous, courageous, characterized by bravery
ανδρεία,Θάρρος,θάρρος,γενναιότητα,ηρωισμός,ικανότητα,Τολμηρός,Ανδρεία,ανδρεία,ανδρεία
κρύα πόδια,δειλία,Δειλία,δειλία,φόβος,δειλία,απαλότητα,Δειλ�α,Δειλία,αδυναμία
greatheartedly => μεγαλοκάρδια, great powers => Μεγάλες δυνάμεις, great houses => μεγάλα σπίτια, great house => μεγάλο σπίτι, greasing the palm of => δωροδοκώ,