Greek Meaning of pecker
Τρυποκάρυδος
Other Greek words related to Τρυποκάρυδος
- ανδρεία
- Θάρρος
- θάρρος
- γενναιότητα
- ηρωισμός
- νεύρο
- ικανότητα
- μπουκάλι
- Τολμηρός
- ανδρεία
- σπλάχνα
- Ανδρεία
- καρδιά
- Θάρρος
- ορμή
- αντοχή
- δύναμη
- Ανδρεία
- αρετή
- τόλμη
- σπονδυλική στήλη
- τόλμη
- Ανδρεία
- Αποφασιστικότητα
- ανδρεία
- θράσος
- αντοχή
- ίνα
- ανδρεία
- χολή
- χαλίκι
- Τόλμη
- Θάρρος
- Μέταλλο
- Μόξι
- επιμονή
- μαδάω
- θάρρος
- ψήφισμα
- Στομάχι
- θρασύτητα
- ταμπεραμέντο
- επιμονή, εμμονή
- όρχεις
- τόλμη
- μεγαλοκαρδία
- Εντερική αντοχή
- ανδρεία
Nearest Words of pecker
Definitions and Meaning of pecker in English
pecker (n)
obscene terms for penis
bird with strong claws and a stiff tail adapted for climbing and a hard chisel-like bill for boring into wood for insects
horny projecting mouth of a bird
pecker (n.)
One who, or that which, pecks; specif., a bird that pecks holes in trees; a woodpecker.
An instrument for pecking; a pick.
FAQs About the word pecker
Τρυποκάρυδος
obscene terms for penis, bird with strong claws and a stiff tail adapted for climbing and a hard chisel-like bill for boring into wood for insects, horny projec
ανδρεία,Θάρρος,θάρρος,γενναιότητα,ηρωισμός,νεύρο,ικανότητα,μπουκάλι,Τολμηρός,ανδρεία
κρύα πόδια,δειλία,Δειλία,δειλία,φόβος,Αδυναμία,δειλία,απαλότητα,Δειλ�α,Δειλία
pecked => ραμφισμένος, peck at => ραμφίζω, τσιμπάω, peck => ράμφισμα, peccavi => εξήμαρτον, peccary => Πέκαρι,