Greek Meaning of prowess

ικανότητα

Other Greek words related to ικανότητα

Definitions and Meaning of prowess in English

Wordnet

prowess (n)

a superior skill that you can learn by study and practice and observation

FAQs About the word prowess

ικανότητα

a superior skill that you can learn by study and practice and observation

ανδρεία,Θάρρος,θάρρος,γενναιότητα,ηρωισμός,Τολμηρός,Ανδρεία,ανδρεία,ανδρεία ,σπλάχνα

δειλία,Δειλία,φόβος,Αδυναμία,απαλότητα,Δειλ�α,Δειλία,αδυναμία,κρύα πόδια,δειλία

prow => πλώρη, provost marshal => στρατοδικαστής, provost guard => Προβοστος, provost court => Δικαστήριο βαΐλου, provost => Πρύτανης,