Greek Meaning of brazenness
Θράσος
Other Greek words related to Θράσος
- αλαζονεία
- θράσος
- τόλμη
- θράσος
- θράσος
- εμπιστοσύνη
- θράσος
- χολή
- νεύρο
- διαβεβαίωση
- ορείχαλκος
- θράσος
- θράσος
- Θράσος
- Φλούδα
- Πρόσωπο
- θράσος
- Θράσος
- θράσος
- υπόθεση
- αυθάδεια
- σάλτσα
- θράσος
- θρασύτητα
- νευρικότητα
- Μιλάω με θράσος
- Αλαζονεία
- Ασεβεια
- Ανδρεία
- θράσος
- Αγενεια
- αγένεια
- απροσεξία
- απρονοησία
- Θράσσος
- υπερβολική αυτοπεποίθηση
- αγένεια
- αιμομιξία
- θράσος
- αυτοπεποίθηση
- αυτοπεποίθηση
- αλαζονεία
- αγνωμοσύνη
- αγένεια
- χουτσπά
Nearest Words of brazenness
- brazier => πυροστιά
- brazil => Βραζιλία
- brazil nut => καρύδι Βραζιλίας
- brazil wood => ξύλο της Βραζιλίας
- braziletto => Βραζιλία
- brazilian => βραζιλιάνικος
- brazilian capital => πρωτεύουσα της Βραζιλίας
- brazilian guava => Βραζιλιάνικη γκουάβα
- brazilian ironwood => Βραζιλιάνικο σιδερόξυλο
- brazilian monetary unit => Βραζιλιάνικη νομισματική μονάδα
Definitions and Meaning of brazenness in English
brazenness (n)
behavior marked by a bold defiance of the proprieties and lack of shame
brazenness (n.)
The quality or state of being brazen.
FAQs About the word brazenness
Θράσος
behavior marked by a bold defiance of the proprieties and lack of shameThe quality or state of being brazen.
αλαζονεία,θράσος,τόλμη,θράσος,θράσος,εμπιστοσύνη,θράσος,χολή,νεύρο,διαβεβαίωση
ντροπαλότητα,δυσπιστία,δισταγμός,σεμνότητα,δειλία,Δειλία,Ευγένεια,ευγένεια,δειλία,ευγένεια
brazenly => αδιάντροπα, brazening => αναιδής, brazen-faced => θρασύτατος, brazenfaced => θρασύς, brazenface => θρασύς,