FAQs About the word braying

γκαρίξιμο

of Bray, Making a harsh noise; blaring.

ξύλο,συντριπτικός,άλεση,χτύπημα,ατομοποίηση,Συντριβή,που καταρρέει,αποσυντιθέμενος,σίτα,Μύλος

No antonyms found.

brayer => κύλινδρος, brayed => Μπριζόλα, bray => γκαρίζω, braxy => βράξυ, braxton-hicks contraction => Συνεσταλμένες συσπάσεις Μπράξτον-Χικς,