Greek Meaning of disintegrating
αποσυντιθέμενος
Other Greek words related to αποσυντιθέμενος
- διαβρωμένο
- θρυμματισμένος
- σαπισμένο
- αποσυνθέτειν
- εκφυλισμένος
- επιδεινωμένο
- διαλυμένη
- μουχλιασμένος
- σαπίζω
- σαπρός
- σάπιος
- Μολυσμένος
- φθαρμένο
- βεβηλωμένος
- βρώμικος
- γαγγραινώδης
- Ακάθαρτος
- μούχλιασμενος
- σάπιος
- μολυσμένος
- τάγγος
- μολυσμένος
- μπερδεμένος
- κατεστραμμένο
- πήξε
- αποσυντεθείς
- ζυμωμένο
- απενεργοποιημένος
- σάπιος
- σάπιο
- βαθμός
- σάπιο
- ξινός
- ξινισμένος
- ξινός
- κακομαθημένος
- στρεμμένος
Nearest Words of disintegrating
Definitions and Meaning of disintegrating in English
disintegrating (p. pr. & vb. n.)
of Disintegrate
FAQs About the word disintegrating
αποσυντιθέμενος
of Disintegrate
διαβρωμένο,θρυμματισμένος,σαπισμένο,αποσυνθέτειν,εκφυλισμένος,επιδεινωμένο,διαλυμένη,μουχλιασμένος,σαπίζω,σαπρός
φρέσκος,καλός,συντηρημένο,γλυκό,αδιάσπαστος,αμόλυντος,αμόλυντος,ανέγγιχτος,αλώβητος (-η, -ο),αμόλυντος
disintegrated => διαλυμένη, disintegrate => αποσυντίθεμαι, disintegrable => διαλυτός, disinsure => | ακυρώνω ασφάλιση |, disinhume => Εκταφή,