Greek Meaning of disintegrator

αφυπνωτιστής

Other Greek words related to αφυπνωτιστής

Definitions and Meaning of disintegrator in English

Webster

disintegrator (n.)

A machine for grinding or pulverizing by percussion.

FAQs About the word disintegrator

αφυπνωτιστής

A machine for grinding or pulverizing by percussion.

παρακμή,αποσύνθεση,σάπιος,Διαλύω,κατέρχομαι,επιδεινώνω,καταρρέω,σαπίζω,καλούπι,σαπίζω

Αναπτύσσω,μεγαλώνω,Ώριμος,επαναφορά,ωριμάζω,ηλικία,συναρμολογώ,καλύτερος,καθαρίζω,συνθέτω

disintegrative => αποσυνθετικός, disintegration => διάλυση, disintegrating => αποσυντιθέμενος, disintegrated => διαλυμένη, disintegrate => αποσυντίθεμαι,