Greek Meaning of rotting

σάπιος

Other Greek words related to σάπιος

Definitions and Meaning of rotting in English

Wordnet

rotting (n)

(biology) the process of decay caused by bacterial or fungal action

Webster

rotting (p. pr. & vb. n.)

of Rot

FAQs About the word rotting

σάπιος

(biology) the process of decay caused by bacterial or fungal actionof Rot

φθαρμένο,σαπισμένο,αποσυντεθείς,αποσυνθέτειν,σάπιο,σάπιο,κακομαθημένος,κακομαθαίνω,κακός,Βρόμικος

αμβροσιακό,αρωματικός,αρωματικό,αρωματισμένο,ευωδιαστός,νόστιμο,αλμυρός,αρωματισμένος,γλυκό,ανθισμένος

rotterdam => Ρότερνταμ, rotter => σάπιος, rottenstone => σαπρόλιθος, rottenness => σήψη, rottenly => σάπιος,