Greek Meaning of perfumed
αρωματισμένο
Other Greek words related to αρωματισμένο
Nearest Words of perfumed
Definitions and Meaning of perfumed in English
perfumed (s)
filled or impregnated with perfume
having a natural fragrance
perfumed (imp. & p. p.)
of Perfume
FAQs About the word perfumed
αρωματισμένο
filled or impregnated with perfume, having a natural fragranceof Perfume
αρωματικός,αρωματικό,αρωματισμένος,αμβροσιακό,ευωδιαστός,αλμυρός,πικάντικο,γλυκό,Καθαρός,ανθισμένος
βρωμερός,φάουλ,Δυσώδης,δυσώδης,άοσμος,σάπιο,τάγγος,βαθμός,βρωμερός,βρωμερός
perfume => άρωμα, perfumatory => αρωματικός, perfricate => Διατρυπώ, performing arts => Τέχνες του θεάματος, performing artist => Ερμηνευτής,