Greek Meaning of performed
εκτέλεσε
Other Greek words related to εκτέλεσε
- επιτευχθείς
- επιτεύχθηκε
- έκανε
- Εκτελέστηκε
- εκπληρωμένη
- έκανε
- μεταφέρεται
- διεξάγονται
- αφοσιωμένος
- ολοκληρωμένο
- εκτελεσμένο
- τελειωμένος
- εφαρμόστηκε
- διαπραγματευμένος
- τελεσθεί
- ασκήθηκε
- διωκόμενος
- Αποσύρθηκε
- βάλει μέσα
- πραγματοποιημένο
- πέρασε από
- πετυχαίνω με άριστα
- πραγματοποιημένος
- επιτεύχθηκε
- προκάλεσε
- περιτριγυρισμένο
- πραγματοποιηθεί
- τελείωσε
- ασχολείται με
- ακολούθησε (με)
- καρφωμένος
- εξασκηθείς
- επανακαθιερώθηκε
- Επαναλαμβανόμενος
- δούλεψε σε
Nearest Words of performed
Definitions and Meaning of performed in English
performed (imp. & p. p.)
of Perform
FAQs About the word performed
εκτέλεσε
of Perform
επιτευχθείς,επιτεύχθηκε,έκανε,Εκτελέστηκε,εκπληρωμένη,έκανε,,μεταφέρεται,διεξάγονται,αφοσιωμένος
απέτυχε,προσβάλλω,φειδωλός,ασυνάρτητος
performance capability => ικανότητα απόδοσης, performance bond => Εγγύηση Εκτέλεσης, performance => απόδοση, performable => εκτελέσιμος, perform => εκτελώ,