Greek Meaning of perforator
τρυπητής
Other Greek words related to τρυπητής
Nearest Words of perforator
- perforative => διάτρητος
- perforation => διάτρηση
- perforating vein => διάτρητη φλέβα
- perforating => διάτρησης
- perforated eardrum => Τυμπανική μεμβράνη τρυπημένη
- perforated => διάτρητος
- perforate => τρυπάω
- perforata => διάτρητη
- perfoliate leaf => Φύλλα περιεκτικά
- perfoliate => εναγκαλιζόμενη τον μίσχο
Definitions and Meaning of perforator in English
perforator (n.)
One who, or that which, perforates; esp., a cephalotome.
FAQs About the word perforator
τρυπητής
One who, or that which, perforates; esp., a cephalotome.
Άσκηση,διατρυπάω,γροθιά,βαρετός,κόβω,τρύπα,τσιμπάω,τρύπημα,Βρύση,Σπάω
συμπληρώνω,τσιρότο,βύσμα,φώκια
perforative => διάτρητος, perforation => διάτρηση, perforating vein => διάτρητη φλέβα, perforating => διάτρησης, perforated eardrum => Τυμπανική μεμβράνη τρυπημένη,