FAQs About the word implemented

εφαρμόστηκε

forced or compelled or put in force

επιβεβλημένος,διοικείται,εφαρμοσμένο,Εκτελέστηκε,προκάλεσε,αναφέρθηκε,εκτελεσμένο,πραγματοποιηθεί,θεσπισμένος,εκπληρωμένη

παραμελημένος

implementation => υλοποίηση, implemental => υλοποιήσιμος, implement => εφαρμόζω, impledge => ενεχυριάζω, impleasing => δυσάρεστος,