Greek Meaning of invoked

επικαλέστηκε

Other Greek words related to επικαλέστηκε

Definitions and Meaning of invoked in English

Webster

invoked (imp. & p. p.)

of Invoke

FAQs About the word invoked

επικαλέστηκε

of Invoke

έφερε,προκαλείται,παραχθεί,σφυρηλατημένο,δημιούργησε,παραγόμενος,προτρέπονται,γεννήθηκε,εκτρεφόμενος,έκανε

συλληφθείς,επιλεγμένο,ελεγχόμενος,θρυμματισμένος,παρεμποδισμένο,περιορισμένος,ακυρώθηκε,καταπιεσμένος,περιορισμένος,πνιγηρός

invoke => επικαλούμαι, invoicing => τιμολόγηση, invoiced => Τιμολογημένο, invoice => τιμολόγιο, invocatory => επικαλούμενος,