Greek Meaning of invoiced
Τιμολογημένο
Other Greek words related to Τιμολογημένο
Nearest Words of invoiced
Definitions and Meaning of invoiced in English
invoiced (imp. & p. p.)
of Invoice
FAQs About the word invoiced
Τιμολογημένο
of Invoice
εκτιμηθεί,τιμολογούμενος,σε έκπτωση,τιμολογημένο,έφερε,φέρθηκε,μειωμένη τιμή,σημειωμένος,πωλήθηκε (σε),πολύτιμο
No antonyms found.
invoice => τιμολόγιο, invocatory => επικαλούμενος, invocation => επίκληση, invocating => επικαλούμενο, invocated => επικαλούμενος,