Greek Meaning of inviting

ελκυστικό

Other Greek words related to ελκυστικό

Definitions and Meaning of inviting in English

Wordnet

inviting (a)

attractive and tempting

Webster

inviting (p. pr. & vb. n.)

of Invite

Webster

inviting (a.)

Alluring; tempting; as, an inviting amusement or prospect.

FAQs About the word inviting

ελκυστικό

attractive and temptingof Invite, Alluring; tempting; as, an inviting amusement or prospect.

ευχάριστος,γοητευτικός,ελκυστικός,γοητευτικός,φιλικός,νόστιμος,απολαυστικό,επιθυμητός,ευχάριστος,ευγνώμων

προσβλητικό,ανεπιθύμητος,αποτρόπαιος,αποτρόπαιος,χολερικός,απεχθής,φρικτός,κολασμένος,φρικτός,αποκρουστικός

invitiate => προσκαλώ, inviter => καλεσμένος, invitement => πρόσκληση, invitee => προσκεκλημένος, invited => προσκαλεσμένος,