Greek Meaning of invitee
προσκεκλημένος
Other Greek words related to προσκεκλημένος
Nearest Words of invitee
Definitions and Meaning of invitee in English
invitee (n)
a visitor to whom hospitality is extended
FAQs About the word invitee
προσκεκλημένος
a visitor to whom hospitality is extended
Καλούντος,πέσει,καλεσμένος,Επισκέπτης,Επισκέπτης,καταστροφέας,θαμώνας,παράσιτο,καλεσμένος,εταιρεία
κάτοικος,κάτοικος,οικοδεσπότης,κάτοικος,κάτοικος,κάτοικος,συνδιοργανωτής,κάτοικος,Υποδοχή,κάτοικος
invited => προσκαλεσμένος, invite out => προσκαλώ έξω, invite => προσκαλώ, invitatory => εισαγωγικό, invitatories => προσκλήσεις,