Greek Meaning of frequenter

θαμώνας

Other Greek words related to θαμώνας

Definitions and Meaning of frequenter in English

Wordnet

frequenter (n)

a regular customer

Webster

frequenter (n.)

One who frequents; one who often visits, or resorts to customarily.

FAQs About the word frequenter

θαμώνας

a regular customerOne who frequents; one who often visits, or resorts to customarily.

καλεσμένος,Επισκέπτης,Καλούντος,πέσει,Επισκέπτης,εταιρεία,παράσιτο,καλεσμένος,προσκεκλημένος

κάτοικος,κάτοικος,κάτοικος,κάτοικος,κάτοικος,κάτοικος,οικοδεσπότης,Υποδοχή,συνδιοργανωτής,κάτοικος

frequented => συχνά επισκέπτεται, frequentative => συχναστικός, frequentation => Επίσκεψη, frequentage => συχνές επισκέψεις, frequentable => κοινωνικός,