Greek Meaning of frequented
συχνά επισκέπτεται
Other Greek words related to συχνά επισκέπτεται
Nearest Words of frequented
- frequentative => συχναστικός
- frequentation => Επίσκεψη
- frequentage => συχνές επισκέψεις
- frequentable => κοινωνικός
- frequent => συχνός
- frequency-response curve => Καμπύλη απόκρισης συχνότητας
- frequency-response characteristic => Χαρακτηριστικό απόκρισης συχνότητας
- frequency response => συχνότητα απόκρισης
- frequency modulation => διαμόρφωση συχνότητας
- frequency distribution => Κατανομή συχνοτήτων
Definitions and Meaning of frequented in English
frequented (imp. & p. p.)
of Frequent
FAQs About the word frequented
συχνά επισκέπτεται
of Frequent
στοιχειωμένο,επισκέφτηκε,πληγμένος,παρακολούθησε,συνήθης,απαγχονισμένος (σε),κρεμασμένος (σε),προστατευμένος,Κατέφευγε σε,καλείται (σε ή επί)
Απέφευξε,απέφευξα,σκύβω,απέφυγε,δραπέτευσε,αποφεύγω,σοκαρισμένος,αποφύγω,απέφυγε
frequentative => συχναστικός, frequentation => Επίσκεψη, frequentage => συχνές επισκέψεις, frequentable => κοινωνικός, frequent => συχνός,