Greek Meaning of frequented

συχνά επισκέπτεται

Other Greek words related to συχνά επισκέπτεται

Definitions and Meaning of frequented in English

Webster

frequented (imp. & p. p.)

of Frequent

FAQs About the word frequented

συχνά επισκέπτεται

of Frequent

στοιχειωμένο,επισκέφτηκε,πληγμένος,παρακολούθησε,συνήθης,απαγχονισμένος (σε),κρεμασμένος (σε),προστατευμένος,Κατέφευγε σε,καλείται (σε ή επί)

Απέφευξε,απέφευξα,σκύβω,απέφυγε,δραπέτευσε,αποφεύγω,σοκαρισμένος,αποφύγω,απέφυγε

frequentative => συχναστικός, frequentation => Επίσκεψη, frequentage => συχνές επισκέψεις, frequentable => κοινωνικός, frequent => συχνός,