Greek Meaning of hung (at)

κρεμασμένος (σε)

Other Greek words related to κρεμασμένος (σε)

Definitions and Meaning of hung (at) in English

hung (at)

No definition found for this word.

FAQs About the word hung (at)

κρεμασμένος (σε)

πληγμένος,συχνά επισκέπτεται,στοιχειωμένο,Κατέφευγε σε,επισκέφτηκε,καλείται (σε ή επί),πέρασα από,έπεσε,συνήθης,εισέβαλε

Απέφευξε,δραπέτευσε,σοκαρισμένος,απέφευξα,απέφυγε,αποφεύγω,αποφύγω,σκύβω,απέφυγε

hung (around or out) => περιφέρομαι (ή βγαίνω έξω), hundreds => εκατοντάδες, hunches => ενστικτώδεις προαισθήσεις, humuses => Χούμους, humungous => γιγαντιαίος,