Greek Meaning of camped (out in)

Κατασκήνωσε (έξω)

Other Greek words related to Κατασκήνωσε (έξω)

Definitions and Meaning of camped (out in) in English

camped (out in)

No definition found for this word.

FAQs About the word camped (out in)

Κατασκήνωσε (έξω)

καλείται (σε ή επί),πέρασα από,έπεσε,εμφανίστηκε,έτρεξε (μέσα),έμεινε (σε),σταματημένος (από ή σε),Σταμάτησε,Πλημμυρισμένος,εισέβαλε

Απέφευξε,απέφευξα,σκύβω,απέφυγε,δραπέτευσε,αποφεύγω,σοκαρισμένος,αποφύγω,απέφυγε

campaigns => εκστρατείες, campaign (for) => εκστρατεία (για), camp followers => οπαδοί του στρατοπέδου, camp (out) => Κατασκήνωση (έξω), camp (out in) => κατασκήνωση (έξω),